1
Middle English, from Middle French aspre or Italian aspro, both from Ancient Greek ἄσπρον (áspron), from neuter of ἄσπρος (áspros, “white”), from Latin asper (“rough, newly minted”) from ancient greek ασπις;
Παλιότερα, τα χρήματα λέγονταν «άσπρα». Έχεις άσπρα, έχεις άστρα, λέει μια παλιά παροιμία. Όχι, δεν ονομάστηκαν «άσπρα» τα νομίσματα επειδή ήταν ασημένια, άρα λευκά· το λευκό χρώμα ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα. Εξηγούμαι: στα λατινικά asper σημαίνει «τραχύς» (τη λέξη τη βρίσκουμε και στο γαλλικό âpre). Το νιόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο, asper, και πήρε θέση ουσιαστικού, και πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά (από τον πληθυντικό: aspera, aspra) όπου άσπρα ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Και επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη άσπρο έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα, κι έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός» και μάλιστα την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα.
Bookmarks